-
1 скорость
(характеристика движения материального тела) η ταχύτηταснижать - μειώνω την -, κόβω την -уменьшать - μειώνω/ελαττώνω την -- вращения антенны радиолокатора ο ρυθμός περιστροφής της κεραίας του ραντάρдозвуковая - υποακουστική -, υποηχητική -- передвижения (напр. экскаватора) - πορείαςпутевая ав. - εδάφουςсинхронная - эл. σύγχρονη -- снижения вертикальная ав. о βαθμός καθόδουугловая - крена ав. γωνιακή - διατοιχισμούугловая - тангажа ав. γωνιακή - πρόνευσης, ο βαθμός πρόνευσηςэксплуатационная ав. - χρήσης/εκμετάλλευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > скорость
-
2 при
(πρόθεση).1. (για τόπο) πλησίον,κοντά, σιμά, παρά, εγγύς, κατά•при входе стоит часовой κοντά στην είσοδο στέκεται σκοπός•
город при реке παραποτάμια πόλη•
жить при станции ζω κοντά στο σταθμό•
при совете министров παρά το υπουργικό συμβούλιο•
сражение при фермопилах η μάχη στις Θερμοπύλες•
при институте κοντά στο Ινστιτούτο•
ясли заводе βρεφικός σταθμός κοντά στο εργοστάσιο•
поставить при себе τοποθετώ κοντά μου.
2. μπροστά, ενώπιον, επι παρουσία•при снохе ни говори такие вещи μπροστά στη νύφη μη μιλάς τέτοια πράματα•
при мне он ничего не сказал μπροστά μου αυτός δεν είπε τίποτε.
3. (για χρόνο)• κατά•при отъезде κατά την αναχώρηση•
при входе κατά την είσοδο•
при обыске κατά την έρευνα.
|| σε • κατά•темно, при каждом шорохе она вздрагивала ήταν σκοτάδι, σε κάθε θρόισμα αυτή σάστιζε.
|| (για συνθήκες, περιβάλλον) κατά, σε•при резкой изменении температуры κατά την απότομη αλλαγή της θερμοκρασίας.
4. (για ύπαρξη αντικειμένων, πραγμάτων κ.τ.τ.) με•он всегда был при деньгах αυτός πάντοτε ήταν με χρήματα ή είχε χρήματα.
5. με, χάρη σε•при содействии друзей με τη συνδρομή των φίλων•
при помоши сестры με τη βοήθεια της αδερφής.
6. μαζί, μετά•надо иметь при себе справку с места работы πρέπει να έχεις μαζί σου βεβαίωση από τον τόπο εργασίας•
прилагая при см βάζοντας (υποβάλλοντας) συνημμένα.
7. επί, τον καιρό•при царе επί τσάρου.
8. παρά, ενάντια•при всём его желании παρ όλη του τη θέληση.
-
3 при
при 1) κοντά, πλάι, πλησίον при входе ( κοντά) στην είσοδο 2) (в присутствии) μπροστά, ενώπιον при посторонних μπροστά στους ξένους ◇ не иметь при себе чего-л. δεν έχω επάνω (или μαζί) μου κάτι* при случае με την ευκαιρία прибавить, прибавлять προσθέτω* * *1) κοντά, πλάι, πλησίονпри вхо́де — (κοντά) στην είσοδο
2) ( в присутствии) μπροστά, ενώπιονпри посторо́нних — μπροστά στους ξένους
••не име́ть при себе чего́-л. — δεν έχω επάνω ( или μαζί) μου κάτι
при слу́чае — με την ευκαιρία
-
4 при
припредлог с предл. п.1. (около, возле) δίπλα, κοντά, πλησίον, παρά:\при входе δίπλα στήν είσοδο· сад \при До́ме κήπος δίπλα στό σπίτι· битва \при Бородине ἡ μάχη τοῦ Μποροντινό·2. (в ведении, в подчинении) παρά, σέ:ресторан \при гостинице ἐστιατόριο στό ξενοδοχείο· ясли \при заводе ὁ βρεφικός σταθμός τοῦ ἐργοστασίου· находиться \при штабе εὐρίσκομαι στό ἐπιτελείο·3. (с собой) ἐπάνω μου, μαζί μου:иметь \при себе ору́жие ἔχω ἐπάνω μου ὅπλο· у меня нет \при себе денег δέν ἔχω μαζί μου χρήματα·4. (при обозначении условий, обстановки, сопутствующего обстоятельства) μέ / κατά (во время чего-л.) / σέ περίπτωση πού... (в случае чего-л.):\при выходе κατά τήν ἔξοδον \при переходе через у́лицу κατά τήν διάβασαν τοῦ δρόμου, διασχίζοντας τόν δρόμο· \при пожаре σέ περίπτωση πυρ-καιᾶς· \при таки́х обстоятельствах σέ τέ· τοιες συνθήκες, ὑπό τοιαύτας συνθήκας· \при таком здоровье μέ τέτοια ὑγεία[ν]· \при электричестве μέ ἡλεκτρικό φως· \при дневном свете στό φῶς τής ἡμέρας· \при помощи μέ τήν βοήθεια· \при условии ὑπό τόν ὅρον5. (в присутствии) μπροστά σέ, ἐνώπιον, ἐπί παρουσία:\при детях μπροστά στά παιδιά· \при свидетелях μπροστά σέ μάρτυρες, ἐνώπιον μαρτύρων6. (при наличии, несмотря на) παρά, παρ· ὅλο πού:\при всех его́ способностях παρ· ὅλες τίς Ικανότητες πού ἔχει· \при всем его́ уме μ'ὅλη τήν ἐξυπνάδα του· \при всем желании παρ' ὅλην τήν ἐπιθυμία μου· \при всем том παρ· ὅλο πού·7. (в эпоху, во времена) ἐπί, στήν ἐποχή, στά χρόνια:\при Иване Грозном ἐπί (или στήν ἐποχή) τοῦ Ίβάν τοῦ Τρομεροὔ· \при его́ жизни ὅταν ζοῦσε· ◊ быть при́ смерти εἶμαι ἐτοιμοθάνατος, πνέω τά λοίσθια· жнть \при родителях ζῶ μέ τους γονείς μου· я не \при деньгах δεν ἔχω τώρα χρήματα, εἶμαι ἀπένταρος· прилагая́ \при сем... συνημμένως...